ισοκίνδυνος

ισοκίνδυνος
ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοκίνδυνος — ἰσοκίνδῡνος , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκινδύνους — ἰσοκινδύ̱νους , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκίνδυνοι — ἰσοκίνδῡνοι , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”